- προσφυσώ
- -άω, ΜΑφυσώ προς κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσφύσω — προσφύ̱σω , προσφύω cause to grow to aor subj act 1st sg προσφύ̱σω , προσφύω cause to grow to fut ind act 1st sg προσφύ̱σω , προσφύω cause to grow to aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφύσημα — ήματος, τό, Α [προσφυσῶ] η προσφύσησις* … Dictionary of Greek
προσφύσησις — ήσεως, ἡ, Α [προσφυσῶ] το να φυσά κάποιος πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
προσφύω — ΝΜΑ [φύω] (συν. το μέσ.) προσφύομαι α) φυτρώνω πάνω σε κάτι («τὰ δὲ κέρατα προσπέφυκε μᾱλλον τῷ δέρματι», Αριστοτ.) β) είμαι δυνατά προσκολλημένος πάνω σε κάτι αρχ. 1. κάνω κάτι να φυτρώσει 2. μτφ. συνδέω κάτι στενά με κάτι άλλο, προσαρμόζω… … Dictionary of Greek